- ξέσκεπά
- επίρρ. открыто;
μιλώ ξέσκεπά — говорить открыто
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μιλώ ξέσκεπά — говорить открыто
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μιλώ — έω και άω 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει») 2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία») 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον 4. εκφωνώ λόγο 5. γνωρίζω μια… … Dictionary of Greek
ξέσκεπος — η, ο 1. ξεσκέπαστος 2. μτφ. απροκάλυπτος, ειλικρινής, ντόμπρος 3. παροιμ. «γεννήθηκα σε σπίτι ξέσκεπο» τά λέω όλα καθαρά και ξάστερα, είμαι ντόμπρος. επίρρ... ξέσκεπα απροκάλυπτα, φανερά, ειλικρινά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το… … Dictionary of Greek